- απίκο
- απίκο και απίκου (λ. ιταλ.), επίρρ. τροπ., έτοιμος για αναχώρηση: Στο καΐκι ήταν όλοι απίκου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
απίκο — κ. απίκκο κ. απίκου κ. απίκκου επίρρ. κυριολ. σημαίνει κατακόρυφα, κάθετα φρ. είμαι ή στέκω απίκου «είμαι έτοιμος για αναχώρηση, είμαι υπ ατμόν». [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. φρ. a picco. Οι τ. σε ου κατ αναλογία με τα επιρρ. σε ου) … Dictionary of Greek